- ποτικλίνω
- ποτικλῑνω1 recline against
στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον ποτικεκλιμένον κεντεῖ P. 1.28
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον ποτικεκλιμένον κεντεῖ P. 1.28
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ποτικλίνω — Α (επικ. και δωρ. τ.) προσκλίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κλίνω] … Dictionary of Greek